αγήραστος

αγήραστος
-η, -ο
ο αγέραστος*.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • αγέραστος — (I) και αγήραστος, η, ο αυτός που δεν γερνάει, ο πάντα ακμαίος, θαλερός. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερητ. + γεράζω. ΠΑΡ. αγερασιά]. (II) ἀγέραστος, ον (Α) αυτός που δεν τού δόθηκε τιμητικό δώρο, ο αβράβευτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + γέρας] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”